στημένος


στημένος
Προφορά

Ετυμολογία
στημένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος στήνω

Ερμηνεία
στημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. προσποιητός, φτιαχτός
✦ (αθλητ.) αγώνας στημένος, που η έκβασή του έχει προσυμφωνηθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.