στηλιτεύω
Προφορά
Ετυμολογία
στηλιτεύω μεταγενέστερη ελληνική στηλιτεύω (= γράφω σε στήλη κατηγορία)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στηλιτεύω
✦ στην αρχαιότητα, αναγράφω σε στήλη το όνομα κάποιου και την πράξη που έκανε για διασυρμό, δυσφήμιση και παραδειγματισμό
✦ κατακρίνω δημοσία και με δριμύτητα πρόσωπα ή πράξεις: πολίτης ελεύθερος είναι όποιος τολμά να στηλιτεύει τους υπεύθυνους για τις όποιες ατασθαλίες τους (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
στιγματίζω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–