στηθόδεσμος


στηθόδεσμος
Προφορά

Ετυμολογία
στηθόδεσμος μεταγενέστερη ελληνική στηθόδεσμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στηθόδεσμος

✦ γυναικείο εσώρουχο για τη συγκράτηση των μαστών, σουτιέν
✦ (ειδ.) ορθοπεδικό όργανο για τη στήριξη και ακινητοποίηση της σπονδυλικής στήλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.