στηθοκοπιέμαι


στηθοκοπιέμαι
Προφορά

Ετυμολογία
στηθοκοπιέμαι στήθος + κόπτω

Ερμηνεία
ρήμα στηθοκοπιέμαι

✦ χτυπώ το στήθος μου από λύπη ή απελπισία: μια λάμια ασάλευτη, βουβή στηθοκοπιέται (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα
δέρνομαι, χτυπιέμαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.