στεφανωτός


στεφανωτός
Προφορά

Ετυμολογία
στεφανωτός στεφανώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ στεφανωτός -ή, -ό

✦ στεφανωμένος, ιδ. με το στεφάνι του γάμου: να ‘χω και κόρην όμορφη στεφανωτήν μου να ‘χω (Κ. Κρυστάλλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.