στεφανιαιογραφία
Προφορά
Ετυμολογία
στεφανιαιογραφία στεφανιαίος + -γραφία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στεφανιαιογραφία
✦ (ιατρ.) ακτινολογική εξέταση των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς και των κλάδων τους, που επιτρέπει τον εντοπισμό βλαβών, στενώσεων κτλ. και τη μελέτη της φυσιολογίας των αγγείων του μυοκαρδίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–