στεφανιαίος


στεφανιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
στεφανιαίος μεταγενέστερη ελληνική στεφανιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στεφανιαίος -α, -ο

✦ όμοιος με στεφάνι
✦ (ανατομ.) στεφανιαίες αρτηρίες, δύο αρτηρίες, κλάδοι της αορτής, που περιβάλλουν την καρδιά σαν στεφάνη |(ιατρ.) στεφανιαία ανεπάρκεια, στένωση των στεφανιαίων αρτηριών που έχει ως συνέπεια την μη επαρκή αιμάτωση του μυοκαρδίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.