στερώ
Προφορά
Ετυμολογία
στερώ αρχαία ελληνική στερῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στερώ -είς, -εί
✦ αφαιρώ από κάποιον κάτι, ενεργώ ώστε να μην έχει κάποιος κάτι που του είναι αναγκαίο ή επιθυμητό: μου στέρησαν την ελευθερία – στέρησαν από τους αιχμαλώτους ακόμη και το νερό
✦ (μέσ.) στερούμαι, μου λείπει κάτι, ιδ. τα απαραίτητα για τη ζωή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–