στερρός


στερρός
Προφορά

Ετυμολογία
στερρός αρχαία ελληνική στερρός

Ερμηνεία
στερρός

✦ -ά, -όν επίθ. στερεός, σταθερός, ακλόνητος: είχεν πολλάς αρετάς, και προς ταις άλλαις, στερράν επιμονήν εις τας γνώμας αυτής (Αλ. Παπαδιαμάντης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στερρώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.