στερνός
Προφορά
Ετυμολογία
στερνός μεσαιωνική ελληνική ὑστερνός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στερνός -ή, -ό
✦ κατοπινός, ύστερος
✦ τελευταίος, έσχατος
✦ πληθ. ουδ. τα στερνά ως ουσ. (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προηγούμενος, πρωτύτερος ,πρώτος
Επιρρήματα
στερνά στο τέλος, τελευταία:αλλά η μεγάλη αγρύπνια νύστα μας γίνηκε στερνά (Άγγ. Σικελιανός) – ίσως στερνά καταλάβεις, πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής (Κ. Βάρναλης)