στερνοκλειδικός


στερνοκλειδικός
Προφορά

Ετυμολογία
στερνοκλειδικός στέρνον + κλεις, κλειδός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στερνοκλειδικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός προς το στέρνο και την κλείδα: στερνοκλειδική άρθρωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.