στερνά


στερνά
Προφορά

Ετυμολογία
στερνά πληθ. └ουδ┘ του επιθέτου στερνός

Ερμηνεία
στερνά

✦ ουσ. τα τελευταία χρόνια της ζωής, τα υστερνά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.