στεριώνω
Προφορά
Ετυμολογία
στεριώνω στερεώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στεριώνω
✦ κάνω κάτι στερεό, σταθερό, στερεώνω
✦ (αμτβ.) σταθεροποιούμαι, αποκτώ γερές βάσεις: δεν μπορεί να στεριώσει σε δουλειά
✦ η μτχ. στεριωμένοι, ως ευχή σε νεονύμφους για σταθερότητα του γάμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–