στεριανός
Προφορά
Ετυμολογία
στεριανός στεριά
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στεριανός -ή, -ό
✦ ο της στεριάς, ο προερχόμενος από τη στεριά: κι ο στεριανός μας έσπρωχνε προς το κανάλι (Μ. Μαλακάσης)
✦ αρσ. στεριανός κ. θηλ. στεριανή ως ουσ., αυτός που ζει στη στεριά, σε αντιδιαστολή προς τον ναυτικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
θαλασσινός
Επιρρήματα
–