στεριά


στεριά
Προφορά

Ετυμολογία
στεριά αρχαία ελληνική στερεά (ενν. γῆ), └θηλ┘ του επιθέτου στερεός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στεριά

✦ η ξηρά, ήπειρος: στεριές, νησιά και πέλαγα… η Ελλάδα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα
θάλασσα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.