στερεύω


στερεύω
Προφορά

Ετυμολογία
στερεύω μεσαιωνική ελληνική στερεýω

Ερμηνεία
ρήμα στερεύω

✦ σταματώ να ρέω, να έχω νερό, ξεραίνομαι, στεγνώνω: τα πηγάδια άρχισαν να στερεύουν (Μ. Καραγάτσης)
(μτφ. ) εξαντλούμαι: στέρεψε η έμπνευσή του – στερέψαμε από ιδέες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.