στερεότυπος
Προφορά
Ετυμολογία
στερεότυπος └γαλλ┘ stéréotype
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στερεότυπος -η, -ο
✦ που έγινε με στερεοτυπία, στερεοτυπικός
✦ ο εκτυπωμένος με στερεοτυπία: στερεότυπες εκδόσεις
✦ (μτφ. ) ο εμφανιζόμενος πάντοτε με την ίδια μορφή, αμετάβλητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ιδιότυπος
Επιρρήματα
στερεότυπα (Κ στερεοτύπως):αυτά γίνονταν σχεδόν πάντα, στερεότυπα, μ’ ελάχιστες παραλλαγές (Άγγ. Τερζάκης)