στερεοχημεία
Προφορά
Ετυμολογία
στερεοχημεία στερεός + χημεία απόδοση του └γαλλ┘ όρου stéréochimie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στερεοχημεία
✦ κλάδος της οργανικής χημείας που μελετά τα φαινόμενα των χημικών συνθέσεων στο χώρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–