στερεοφωνικός


στερεοφωνικός
Προφορά

Ετυμολογία
στερεοφωνικός στερεοφωνία

Ερμηνεία
επίθετο┘ στερεοφωνικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη στερεοφωνία: στερεοφωνικό συγκρότημα
✦ ουδ. στερεοφωνικό ως ουσ. κ. στέρεο, συσκευή αναπαραγωγής ή εγγραφής ήχου η οποία δημιουργεί στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής του ήχου στον χώρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.