στερέωση


στερέωση
Προφορά

Ετυμολογία
στερέωση μεταγενέστερη ελληνική στερέωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στερέωση

✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του στερεώνω, σταθεροποίηση, στέριωμα

Συνώνυμα
εδραίωση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.