στερέωμα
Προφορά
Ετυμολογία
στερέωμα αρχαία ελληνική στερέωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στερέωμα
✦ η πράξη του στερεώνω, στερέωση
✦ μέσο για στερέωση, υποστήριγμα
✦ (αστρον.) ο ουρανός, το άπειρο διάστημα όπου τα ουράνια σώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–