στενόκαρδος


στενόκαρδος
Προφορά

Ετυμολογία
στενόκαρδος στενός + καρδιά

Ερμηνεία
επίθετο┘ στενόκαρδος -η, -ο

(μτφ. ) που εύκολα δυσφορεί ή αποθαρρύνεται

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανοιχτόκαρδος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.