στενοχώρια
Προφορά
Ετυμολογία
στενοχώρια αρχαία ελληνική στενοχωρία
Ερμηνεία
στενοχώρια
✦ (Κ στενοχωρία) ανεπάρκεια χώρου
✦ (μτφ. ) δυσχέρεια, αμηχανία
✦ έλλειψη, ένδεια
✦ έγνοια, σκοτούρα
✦ δυσφορία, θλίψη
Συνώνυμα
βαρυθυμία
Αντίθετα
ευρυχωρία, απλοχωριά ,ξενοιασιά, αφροντισιά ,ευχαρίστηση, ευφροσύνη
Επιρρήματα
–