στενοκέφαλος


στενοκέφαλος
Προφορά

Ετυμολογία
στενοκέφαλος στενός + κεφαλή

Ερμηνεία
επίθετο┘ στενοκέφαλος -η, -ο

✦ | (μτφ. ) άνθρωπος με περιορισμένη αντίληψη, επίμονος στις φανερά παράλογες γνώμες του

Συνώνυμα
στενόμυαλος, χοντροκέφαλος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.