στενοθώρακας


στενοθώρακας
Προφορά

Ετυμολογία
στενοθώρακας μεταγενέστερη ελληνική στενοθώραξ

Ερμηνεία
στενοθώρακας

✦ επίθ. (Κ στενοθώραξ, -ακος) που έχει στενό θώρακα, στενό στήθος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευρύστερνος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.