στενογράφος


στενογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
στενογράφος στενός + γράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η στενογράφος

✦ ο γνώστης της στενογραφίας και ιδ. αυτός που την ασκεί ως επάγγελμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.