στεναχτικός


στεναχτικός
Προφορά

Ετυμολογία
στεναχτικός μεταγενέστερη ελληνική στενακτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στεναχτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί στεναγμό, λυπηρός, θλιβερός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.