στενάχωρος
Προφορά
Ετυμολογία
στενάχωρος αρχαία ελληνική στενόχωρος
Ερμηνεία
στενάχωρος
✦ -η, -ο κ. στενάχωρος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που δεν έχει αρκετό χώρο: στενόχωρο σπίτι
✦ (μτφ. ) που δυσφορεί, στενοχωριέται εύκολα
✦ (μτφ. ) που προκαλεί δυσφορία, στενοχώρια: στενόχωρη δουλειά – υπόθεση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
απλόχωρος, ευρύχωρος ,ανοιχτόκαρδος
Επιρρήματα
στενόχωρα:δεν ξέραμε τι να πούμε κι αισθανόμασταν πολύ στενόχωρα (Γ. Θεοτοκάς)