στεγανοποίηση


στεγανοποίηση
Προφορά

Ετυμολογία
στεγανοποίηση στεγανοποιώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στεγανοποίηση

✦ το να γίνεται κάτι στεγανό, αδιαπέραστο από υγρό ή αέριο, ανεπηρέαστο από τις συνθήκες του περιβάλλοντος
(μτφ. ) η δημιουργία χώρων, τομέων, υπηρεσιών κτλ. όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει κανείς ή να πληροφορηθεί κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.