στεάτωση


στεάτωση
Προφορά

Ετυμολογία
στεάτωση στέαρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στεάτωση

(ιατρ.) παθολογική εναπόθεση λίπους σε όργανα και ιστούς του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.