στατιστικός


στατιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
στατιστικός └γαλλ┘ statistique

Ερμηνεία
επίθετο┘ στατιστικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη συλλογή και κατάταξη διαφόρων φαινομένων του φυσικού κόσμου ή της κοινωνικής ζωής και τη συναγωγή σχετικών συμπερασμάτων που εκφράζονται συνήθως με αριθμούς: στατιστική μελέτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στατιστικά (Κ στατιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.