στατικός


στατικός
Προφορά

Ετυμολογία
στατικός αρχαία ελληνική στατικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στατικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στη στάση, που προκαλεί ακινησία
✦ που βρίσκεται σε ακινησία
✦ αυτός που είναι σταθερός, δεν αλλάζει, δεν εξελίσσεται: στατική ηθική – στατική τέχνη
✦ (φυσ.) στατικό φαινόμενο, φυσικό φαινόμενο που χρονικά δεν παρουσιάζει εξέλιξη
✦ στατική οικονομία, η οικονομία της οποίας τα βασικά μεγέθη παραμένουν στάσιμα, δεν μεταβάλλονται
✦ (φυσ.) στατικός ηλεκτρισμός, ο ηλεκτρισμός, τα ακίνητα ηλεκτρικά φορτία που αναπτύσσονται σ’ ένα σώμα
✦ (μηχαν.) ο αναφερόμενος στην ισορροπία των δυνάμεων

Συνώνυμα

Αντίθετα
κινητικός ,δυναμικός
Επιρρήματα
στατικά (Κ στατικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.