στατική
Προφορά
Ετυμολογία
στατική αρχαία ελληνική στατική, └θηλ┘ του επιθέτου στατικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στατική
✦ τμήμα της μηχανικής που μελετά τις δυνάμεις που ασκούνται σ’ ένα σώμα υπό συνθήκες ισορροπίας: στατική μελέτη κτιρίου – γέφυρας – φράγματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–