στατήρας
Προφορά
Ετυμολογία
στατήρας αρχαία ελληνική στατήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στατήρας
✦ είδος ζυγαριάς, καντάρι
✦ παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες: της Αμαρτίας το βάρος ζύγιασεν ο στατήρας (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–