στασιμότητα


στασιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
στασιμότητα στάσιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στασιμότητα

✦ η ιδιότητα του στάσιμου: όλοι οι κίνδυνοι κι όλες οι λαχτάρες που είχαν κατακαθίσει κάπως μες στη στασιμότητα των τελευταίων μηνών του ελληνοϊταλικού πολέμου (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.