στασιμοπληθωρισμός


στασιμοπληθωρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
στασιμοπληθωρισμός στάσιμος + πληθωρισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στασιμοπληθωρισμός

✦ οικονομικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται στασιμότητα στις οικονομικές συναλλαγές με ταυτόχρονη ύπαρξη πληθωρισμού: ο στασιμοπληθωρισμός, τα ελλείμματα των ισοζυγίων και η ανεργία (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.