στασιαστικός


στασιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
στασιαστικός αρχαία ελληνική στασιαστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στασιαστικός -ή, -ό

✦ που έχει τον χαρακτήρα ανταρσίας: στασιαστική ενέργεια – στασιαστικό κίνημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.