στασίδι


στασίδι
Προφορά

Ετυμολογία
στασίδι μεσαιωνική ελληνική στασίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού στάσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στασίδι

✦ ξύλινο κάθισμα με ψηλό ερεισίνωτο και στηρίγματα για τα χέρια κατά μήκος των τοίχων στο εσωτερικό ναού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.