στίζω


στίζω
Προφορά

Ετυμολογία
στίζω αρχαία ελληνική στίζω

Ερμηνεία
ρήμα στίζω

✦ προκαλώ στίγματα στο σώμα ιδ. με έγκαυση, κάνω τατουάζ, δερματοστιξία
✦ (γραμμ.) βάζω σημεία στίξης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.