στίγμα
Προφορά
Ετυμολογία
στίγμα αρχαία ελληνική στίγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στίγμα
✦ ανεξίτηλο σημάδι στο δέρμα από χτύπημα ή χάραγμα με οξύ όργανο ή με καυτηρίαση
✦ κηλίδα πάνω σε οποιαδήποτε επιφάνεια, λεκές
✦ (μτφ. ) ηθική κηλίδα |(ιατρ.) σύμπτωμα νοσηρής καταστάσεως όχι φανερό
✦ (βοταν.) η κορυφή του στύλου όπου επικάθονται και βλαστάνουν οι γυρεόκοκκοι
✦ (ναυτ.) σημείο πάνω σε ναυτικό χάρτη που δείχνει τη γεωγραφική θέση πλοίου σε ορισμένη στιγμή της πορείας του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–