στίβος
Προφορά
Ετυμολογία
στίβος αρχαία ελληνική στίβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στίβος
✦ μέρος ισοπεδωμένο σταδίου ή ιπποδρόμου για ασκήσεις ή τέλεση αγωνισμάτων
✦ τα αγωνίσματα του κλασικού αθλητισμού
✦ κλειστός στίβος, κλειστός χώρος κατάλληλος για την τέλεση αγώνων ιδ. του κλασικού αθλητισμού – υγρός στίβος, τα αγωνίσματα κολύμβησης, καταδύσεων κτλ. και ο χώρος στον οποίο διεξάγονται
✦ (μτφ. ) πεδίο στο οποίο κάποιος αναπτύσσει δραστηριότητα: ο πολιτικός στίβος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–