στήριξη


στήριξη
Προφορά

Ετυμολογία
στήριξη αρχαία ελληνική στήριξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στήριξη

✦ θεμελίωση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του στηρίζω, στερέωση
✦ παροχή βοήθειας, προστασίας: αποζητούσα στήριξη στο βλέμμα της μάνας μου (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.