στήνω


στήνω
Προφορά

Ετυμολογία
στήνω ἔστησα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἱστάνω

Ερμηνεία
ρήμα στήνω

✦ τοποθετώ κάτι όρθιο, ορθώνω
✦ εγκαθιστώ: οι σεισμόπληκτοι στήσανε παράγκες
✦ ιδρύω
✦ ετοιμάζω, οργανώνω: ο σκηνοθέτης έστησε μια σπουδαία παράσταση
✦ φρ. στήνω ενέδρα – καρτέρι, ενεδρεύω – στήνω παγίδα, παγιδεύω – στήνω καβγά, διαπληκτίζομαι – στήνω χορό – γλέντι – χορεύω, γλεντώ – στήνω αφτί, κρυφακούω
✦ φρ. στήνω κάποιον, τον υποχρεώνω να με περιμένει
✦ (μέσ.) στήνομαι, σηκώνομαι όρθιος
✦ μτχ. παθ. πρκμ. στημένος, -η, -ο βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.