στήμονας


στήμονας
Προφορά

Ετυμολογία
στήμονας αρχαία ελληνική στήμων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στήμονας

✦ το στημόνι (βλ. λ.)
✦ (βοταν.) το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο στα σπερματόφυτα, αποτελούμενο από το νήμα και τον ανθήρα που περιέχει τη γύρη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.