στήλη
Προφορά
Ετυμολογία
στήλη αρχαία ελληνική στήλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στήλη
✦ πλάκα από πέτρα ή άλλη ύλη στημένη όρθια, ως μνημείο, ορόσημο κτλ.
✦ πλάκα από μάρμαρο, πέτρα ή άλλο υλικό που τοποθετείται όρθια πάνω σε τάφο και φέρει επιγραφή και συν. ανάγλυφη παράσταση: επιτύμβια στήλη
✦ σωρός ομοειδών πραγμάτων, στοίβα
✦ (μτφ. ) καθετί με ψηλό και στενό σχήμα: στήλη καπνού – τα μανταλωμένα παραθυρόφυλλα αφήνουν μια στενή στήλη φωτός (Γ. Σεφέρης)
✦ καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται με μαύρες ή λευκές γραμμές το περιεχόμενο μιας σελίδας εντύπου
✦ (συνεκδ.) το τμήμα σελίδας εφημερίδας ή περιοδικού που ασχολείται κάθε φορά με τα ίδια θέματα: οικονομική στήλη
✦ (ανατομ.) σπονδυλική στήλη, η ραχοκοκαλιά
✦ (ηλεκτρ.) ηλεκτρική στήλη, δύο ή περισσότερα ηλεκτρικά στοιχεία συνδεμένα μεταξύ τους
✦ φρ. έμεινα στήλη άλατος, άναυδος και αποσβολωμένος
Συνώνυμα
κολόνα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–