στέφω
Προφορά
Ετυμολογία
στέφω αρχαία ελληνική στέφω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στέφω
✦ περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στεφάνι, στεφανώνω: από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί (Κ. Καβάφης)
✦ φορώ σε κάποιον γαμήλιο στεφάνι, παντρεύω
✦ τοποθετώ στέμμα στο κεφάλι νέου ηγεμόνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–