στέφανος


στέφανος
Προφορά

Ετυμολογία
στέφανος αρχαία ελληνική στέφανος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στέφανος

✦ κυκλικό πλέγμα από φυλλοφόρα κλαδιά και άνθη, στεφάνι
✦ στέμμα, στεφάνη
(μτφ. ) βραβείο, τιμητική διάκριση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.