στέφανο


στέφανο
Προφορά

Ετυμολογία
στέφανο αρχαία ελληνική στέφανος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στέφανο

✦ εύχρ. μόνο στον πληθ. στέφανα, γαμήλιο, νυφικό στεφάνι: θεός τα στέφανα ευλογεί με τ’ άγιο του χέρι (Γ. Βιζυηνός)
✦ καλά στέφανα, ως ευχή σε μνηστευμένους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.