στέρφος


στέρφος
Προφορά

Ετυμολογία
στέρφος αρχαία ελληνική τό στέρφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στέρφος -α, -ο

✦ στείρος
(μτφ. ) άγονος: στέρφα γη – στέρφο βοσκοτόπι (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
καρπερός, γόνιμος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.