στέρνο
Προφορά
Ετυμολογία
στέρνο αρχαία ελληνική στέρνον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στέρνο
✦ το πρόσθιο μέρος του θώρακα, στήθος: το πλατύ, αντρικό του, παρασημοφορεμένο στέρνο, τα μπράτσα του ανοιχτά (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (ανατομ.) πλατύ, επίμηκες οστό του θώρακα με το οποίο αρθρώνονται τα επτά πρώτα ζεύγη των πλευρών και οι κλείδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–